- ξεμοναχιάζω
- ξεμονάχιασα, ξεμοναχιάστηκα, ξεμοναχιασμένος1. απομονώνω: Το ζώο ξεμοναχιάστηκε από το κοπάδι.2. παρασύρω κάποιον σε μέρος απόμερο ή κατορθώνω να τον συναντήσω μόνον: Τον ξεμονάχιασα με τρόπο και του μίλησα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.